Πολλές φορές το άτομο που υποφέρει από χρόνιο πόνο βιώνει πολύ έντονα το αίσθημα της ντροπής για αυτό που του συμβαίνει. Η αίσθηση της ανημποριάς, της μειωμένης ικανότητας συμμετοχής σε κοινωνικές δραστηριότητες, η αδυναμία να εργαστεί σε συνδυασμό με την σοβαρή έκπτωση των λειτουργικών του ικανοτήτων τον κάνουν να αισθάνεται θορυβώδη ντροπή.
Η ντροπή τον καθιστά μη ικανό να έρθει σε επαφή με τους ειδικούς που ασχολούνται με την αποκατάσταση του. Με αλλά λόγια δεν κάνει επαφή με το θεραπευτικό περιβάλλον γιατί αισθάνεται ότι δεν αξίζει βοήθεια ή προσπαθεί να κρύψει αυτό που του συμβαίνει από το περιβάλλον. Βιώνει δηλαδή έναν έντονο αποτροπιασμό. Η ντροπή εξαλείφει τη συνειδητότητα, εκμηδενίζοντας όχι μόνο τη συνδυαστική σκέψη και το συναίσθημα αλλά και τις στοιχειώδεις πράξεις αντίληψης. Η άρθρωση του λόγου πλήττεται μέσω του οποίου θα μπορούσε να επικοινωνηθεί η συμπτωματολογία του και αυτός καθ´ αυτός ο πόνος και κατά συνέπεια να εξαλειφθεί μέσα από τη θεραπεία.
Η ντροπή δεν εμποδίζει μόνο την έκφραση αλλά και την ικανότητα για ομιλία. Η ντροπή καθιστά το πόνο ως αποκρουστική κατάσταση που κατακλύζει ολόκληρο το σώμα και αλώνει το βασίλειο του ατόμου. Έχει τη δυνατότητα να εμποδίζει την αντικειμενικοποίηση του, κάνοντας μορφή την έλλειψη αναγνώρισης, την άρνηση, την απόρριψη και τη κοινωνική αποστροφή.
Παραδοσιακά, πολλοί συγγραφείς συνδέουν την ενοχή με τη δράση και τη ντροπή με την ύπαρξη. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Kaufman ‘η ντροπή είναι το σπάσιμο της γέφυρας με το περιβάλλον’. Η ντροπή σχετίζεται με το πως ο ασθενής βιώνει αυτό που είναι και πως γίνεται αντιληπτός , που στη περίπτωση του χρόνιου πόνου βιώνει το δεν υπάρχω, δεν είμαι αποδεκτός και αναγνωρίσιμος από το σημαντικό περιβάλλον. Συνδέεται με τις βιωμένες εμπειρίες ακεραιότητας, αδυναμίας, ανεπάρκειας, εξάρτησης, ευθραυστότητας.
Ε. Γεωργακόπουλος Φυσιοθεραπευτής – Ψυχοθεραπευτής Gestalt