Μια φορά και ένα καιρό ήταν μια πανέμορφη φουντωτή γαρδένια με κάτασπρα άνθη που έδιναν απλόχερα το μαγευτικό άρωμα τους.
Την επέλεξε για το μπαλκόνι του ένας νέος όμορφος που τη λάτρεψε από τη πρώτη στιγμή.
Την τοποθέτησε στο πιο όμορφο σημείο της βεράντας του, έτσι ώστε άφθονος ήλιος να την
Αγκαλιάζει.
Καθημερινά χάιδευε τα φύλλα της και τη πότιζε δροσίζοντας το χώμα της.
Αφού πέρασαν κάποιες ημέρες η γαρδένια μας άρχισε να μαραίνεται και να χάνει τους ανθούς της.
Ο νέος λυπήθηκε, στάθηκε δίπλα της και αφήνοντας τα δάκρυα του να τρέξουν μονολόγησε:
“Αφού σε φροντίζω και σε αγαπώ γιατί μου στερείς τα άνθη σου;” κοιτάζοντας τα φύλλα της που περπατούσαν από το βαθύ πράσινο στο κίτρινο του μαρασμού.
Ξάφνου η γαρδένια έστρεψε το λεπτό κορμό της σε εκείνον και του είπε:
“Με ρωτάς αγαπημένε μου γιατί αφού με αγαπάς και με φροντίζεις, σου στερώ τα άνθη μου. Θα σου πω… βλέπω τη φροντίδα σου και την αγάπη σου μα ο τρόπος που μου τη δείχνεις δεν είναι αυτός που εγώ χρειάζομαι. Δε χρειάζομαι τόσο πολύ ήλιο, χρειάζομαι λίγη σκιά, δε χρειάζομαι τόσο νερό χρειάζομαι λιγότερο, δε χρειάζομαι να μου πιάνεις τα φύλλα μου με αυτό τον τρόπο γιατί έτσι μαραίνονται. Θέλω άγγιγμα πιο απαλό, …δε φτάνει να με αγαπάς μα χρειάζεται να μάθεις και το τρόπο που χρειάζομαι για να μπορώ να νιώσω την αγάπη σου και να σου δώσω πάλι τα άνθη μου . ”
Ε. Γεωργακόπουλος Φυσιοθεραπευτής – Ψυχοθεραπευτής Gestalt