Σ΄χεσεις, προβληματικές σχέσεις, συγκρουσιακή σχέση, σχέση εχθρότητας, χωρισμός, διαζύγιο,

Αδιέξοδες σχέσεις…

Αδιέξοδες σχέσεις… Ποιες είναι; Πως τις «φτιάχνουμε»;  Γιατί τις συντηρούμε εφόσον πονάμε;

Να ξεκινήσω λέγοντας ότι κανείς μας δεν θέλει συνειδητά να κάνει μία σχέση που το κύριο χαρακτηριστικό της είναι το αδιέξοδο. Ξεκινάμε μία σχέση με τις καλύτερες προοπτικές ή έτσι τουλάχιστον νομίζουμε, εφόσον στην αρχή μας συνεπαίρνει ο έρωτας ή κάποια στοιχεία που εμείς «επιλέγουμε» να βλέπουμε στο ταίρι μας, παραβλέποντας συνειδητά ή μη, κάποια άλλα που μας ενοχλούν.

Ξεκινάμε μία σχέση πιστεύοντας ότι τα ελαττώματα του συντρόφου μας και όσα δεν μας ικανοποιούν σε εκείνον θα τα αλλάξουμε εμείς με τον καιρό ή ότι θα τα αλλάξει εκείνος από μόνος του…

Μέσα στο χρόνο που περνάει, διαπιστώνουμε ότι όχι μόνο δεν αλλάζουν τα στοιχεία που δεν μας αρέσουν αλλά εμφανίζονται και καινούργια – ή εμείς δεν έχουμε πλέον ανοχή και ψάχνουμε να βρούμε και καινούργια, εφόσον έχουμε φορτιστεί ψυχοσυναισθηματικά περνώντας στην αλληλοχρεώση και στην κατηγορία του ενός προς τον άλλον, ενώ η κάθε είδους διαφωνία θεωρείται προσωπική απόρριψη. Η επικοινωνία γίνεται συγκρουσιακή, η ικανοποίηση που αντλούμε από τη σχέση είναι σε πολύ χαμηλά επίπεδα, οι προσδοκίες μας ματαιώνονται. Τέτοιες σχέσεις συναντάμε σε σχέσεις από απόσταση, σε μακροχρόνιες σχέσεις, σε σχέσεις που εξ’ αρχής είναι αδιέξοδες π.χ. σχέση με παντρεμένο, σε σχέσεις γάμου που ο καθένας έχει βάλει άλλους στόχους και προτεραιότητες, π.χ. τα παιδιά, την καριέρα…, σε επαγγελματικές και φιλικές σχέσεις. Γενικότερα, σε όλων των ειδών τις σχέσεις που οι απαιτήσεις και οι προσδοκίες σταδιακά με τον καιρό αυξάνονται.

Φτάνουμε λοιπόν σε ένα σημείο που η απογοήτευση, η θλίψη, ο θυμός, η αίσθηση του ανικανοποίητου, ή αίσθηση ότι είμαστε «κολλημένοι» βαθιά, η απαισιοδοξία, η στασιμότητα, είναι κάποια από τα συναισθήματα που μας οδηγούν ακόμη πιο βαθιά σε αυτό το αδιέξοδο.

Χάνουμε την ικανότητα να «ακούσουμε» τι λέει ο σύντροφός μας, θεωρούμε ότι εκείνος φταίει και τον κατηγορούμε για την κατάσταση αυτή, ότι εμείς προσπαθούμε αλλά εκείνος δεν το βλέπει, άρα έχουμε το άλλοθι να μην προσπαθούμε άλλο πια. Δεν μπορούμε να αντιληφθούμε ότι και εκείνος αντιμετωπίζει τη δική μας εγωκεντρική στάση με το να προσπαθούμε να τον αλλάξουμε, νιώθει ότι έχει μπροστά του έναν αδιαπέραστο τοίχο, που ότι και να κάνει δεν μπορεί να περάσει μέσα από αυτόν. Γιατί ναι, γινόμαστε και οι δύο εγωκεντρικοί όσο και αν πιστεύουμε ότι είμαστε το θύμα, με το να προσπαθούμε πλέον να κάνουμε τον άλλον να έρθει στη δική μας θέση, εκείνος να πάμε εμείς στη δική του θέση, χωρίς να κάνει κανένας μας το παραμικρό βήμα: «για να μου δείξεις ότι προσπαθείς να φτιάξουμε τη σχέση μας πρέπει εσύ να έρθεις εδώ που βρίσκομαι εγώ!» Εστιάζουμε μόνο στον άλλον και σχεδόν καθόλου στις δικές μας ματαιωμένες ανάγκες, παραμένοντας στη δική μας ψυχική δυσαρμονία, επαναλαμβάνοντας δυσλειτουργικά σχήματα-μοτίβα συμπεριφοράς, φτάνοντας σε τέλμα.

  • Και εφόσον βλέπουμε ότι η σχέση μας έχει φτάσει σε αδιέξοδο, ότι δεν οδηγεί πουθενά, ότι τίποτα δεν μπορεί να την αλλάξει, γιατί μένουμε σε αυτήν;
  • Γιατί ενώ η λογική μας λέει ότι το καλύτερο για εμάς θα είναι να αναζητήσουμε μία καινούργια σχέση που θα είμαστε και θα νιώθουμε πιο καλά, δεν το κάνουμε;
  • Μία πιθανή απάντηση είναι ότι ίσως έχουμε βιώσει και άλλες δυσλειτουργικές σχέσεις από το παρελθόν, με αποτέλεσμα να θεωρούμε ότι έτσι γίνεται τελικά.
  • Μία άλλη απάντηση είναι ότι ίσως έχουμε βιώσει την δυσλειτουργική σχέση των γονιών μας που παρόλο το αδιέξοδό της και τις κακές συνθήκες της υπήρξε για χρόνια ή ίσως υπάρχει ακόμη. Σε αυτή την περίπτωση είναι «το οικείο», είναι δηλαδή αυτό που ξέρουμε χρόνια τώρα και που όσο οδυνηρό και αν είναι, εφόσον δεν έχουμε δει «το άλλο» νιώθουμε μία σχετική ασφάλεια-άλλωστε δεν πέθανε κανείς από αυτό! Την αίσθηση αυτής της ανημπόριας μπορεί να την έχουμε δει στην μητέρα μας, αλλά και στη δική μας ζωή σε άλλες καταστάσεις καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι «αφού δεν μπορώ να το αλλάξω και να το ελέγξω, δεν έχω παρά να το υπομείνω!»
  • Μία τρίτη πιθανή απάντηση είναι ότι μπορεί να λειτουργούμε ενοχικά από τότε που ήμασταν ακόμη μικρά παιδιά και να συνεχίζουμε να νιώθουμε ένοχοι «εγώ πάντα φταίω», δικαιώνοντας τον σύντροφό μας και υποχωρώντας από την ικανοποίηση των δικών μας αναγκών.

Η χαμηλή αυτοεκτίμηση, η έλλειψη εμπιστοσύνης στον εαυτό μας και ότι αξίζουμε κάτι καλύτερο, η εξαρτητική συμπεριφορά, η υπεργενίκευση ότι «όλοι είναι ίδιοι», αλλά κυρίως ο φόβος μας απέναντι στο καινούργιο και στην αλλαγή, η αποφυγή ανάληψης ευθύνης, καθώς και η δυσκολία χειρισμού της απώλειας και η διαχείριση του αποχωρισμού είναι οι κυριότερες αιτίες που μας κρατούν σε μία  σχέση αδιεξόδου.

Με λίγα λόγια, η αδυναμία μας να πάρουμε τη ζωή στα χέρια μας και να μπούμε εμείς στη δράση, μας κρατάει εγκλωβισμένους, περιμένοντας μία μαγική λύση, μία λύση που θα έρθει απ’ έξω. Έτσι αποφεύγουμε το ψυχικό κόστος και την ευθύνη, εφόσον θεωρούμε ότι δεν έχουμε την ψυχική δύναμη για να βγούμε από την αδιέξοδη σχέση μας. Ξαναφτιάχνουμε τον κύκλο από την αρχή: εξακολουθούμε και ελπίζουμε ότι κάτι κάποια στιγμή θα αλλάξει. Όσο και να νιώθουμε τελματωμένοι μέσα σε αυτό το σκηνικό, νιώθουμε και την σχετική ασφάλεια, το γνωρίζουμε. Απλά αυτό που δεν γνωρίζουμε είναι το ψυχικό κόστος στον εαυτό μας και για πόσο καιρό μπορούμε να διατηρήσουμε την ψυχοσυναισθηματική μας ισορροπία κάτω από αυτές τις συνθήκες…

Μαρίνα Μόσχα

Σ΄χεσεις, προβληματικές σχέσεις, συγκρουσιακή σχέση, σχέση εχθρότητας, χωρισμός, διαζύγιο,
Αδιέξοδες σχέσεις… Μαρίνα Μόσχα

 

Απάντηση